ψαμμόγεως

ψαμμόγεως
ψαμμό-γεως, ων,
A with a sandy soil, Hdn.Epim.208.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ψαμμόγεως — ων, Α αυτός που έχει αμμώδες έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψάμμος «άμμος» + γεως (βλ. λ. γη), πρβλ. χρυσό γεως] …   Dictionary of Greek

  • γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”